κόνδορας

κόνδορας
Αρπακτικό, ημερόβιο πουλί της οικογένειας των γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Vultur gryphus.Συγγενικό με τους γύπες της Ευρώπης και της Αφρικής, ο κ. είναι το μεγαλύτερο πτηνό με μήκος που ξεπερνά το 1 μ. και άνοιγμα φτερών μεγαλύτερο από 3 μ. Το φτέρωμά του είναι κατεξοχήν μαύρο με μεταλλικές ανταύγειες και έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα μια πλατειά ασπριδερή ταινία στις φτερούγες και ένα κάτασπρο περιλαίμιο από πούπουλα στη βάση του λαιμού. Ο λαιμός και το κεφάλι είναι γυμνά και γεμάτα πτυχώσεις. Τα αρσενικά, τα οποία είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα θηλυκά, φέρουν στο πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ένα σαρκώδες λειρί, ενώ έχουν κοκκινωπό πρόσωπο. Το ράμφος, ισχυρό, γαμψό και κοφτερό, χρησιμεύει για να κατακομματιάζει τα πτώματα των ζώων, με τα οποία ο κ. προτιμά να τρέφεται και τα οποία, χάρη στην οξύτατη όρασή του, μπορεί να διακρίνει από μεγάλα ύψη. Ο κ. ζει κυρίως στις Άνδεις, σε ορεινές περιοχές μεγάλων υψομέτρων, αλλά συναντάται και κατά μήκος της δυτικής ακτής της Νότιας Αμερικής, από το Στενό του Μαγγελάνου έως τον ισημερινό· εκμεταλλεύεται συχνά τα ανοδικά ατμοσφαιρικά ρεύματα για να φτάσει σε μεγάλα ύψη έως 5.000 ή 6.000 μ. Ζει κατά κανόνα σε ομάδες μερικών δεκάδων πουλιών. Οι κ. είναι μονογαμικοί. Το θηλυκό διαλέγει μια επίπεδη βραχώδη επιφάνεια και εκεί κατασκευάζει την κάπως άτεχνη φωλιά του, στην οποία αφήνει 1 ασπροκίτρινο αβγό με καφέ κηλίδες, μία φορά τον χρόνο. Μετά την επώαση 58 ημερών, ο νεοσσός εκκολάπτεται και παραμένει με τους γονείς του μέχρι να μάθει να πετάει και να τρέφεται μόνος του. Ο κ. λατρευόταν στους παλαιούς πολιτισμούς της Αμερικής και σήμερα αποτελεί το εθνικό πτηνό του Ισημερινού (Εκουαδόρ). Απειλείται από εξαφάνιση, καθώς όλο και περισσότερα ενδιαιτήματά του καταστρέφονται, θηρεύεται ως έπαθλο ή για το κρέας του ή πολύ συχνά δηλητηριάζεται από τα κουφάρια με τα οποία τρέφεται. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και ο κ. της Καλιφόρνια (Gymnogyps californianus), λίγο μικρότερος από τον κ. των Άνδεων. Αυτός διαφέρει από τον τυπικό κ. ως προς το φτέρωμα, το οποίο είναι σχεδόν τελείως μαύρο, και ως προς το ότι ο αρσενικός δεν φέρει λειρί. Η περιοχή εξάπλωσης του πουλιού αυτού περιορίζεται μόνο στις παράκτιες ζώνες της κεντρικής και της νότιας Καλιφόρνια αλλά και εκεί έχει αρχίσει να σπανίζει. Ο κόνδορας, αρπακτικό ημερόβιο πουλί, έχει φτερούγες με άνοιγμα πάνω από 3 μ. και μπορεί να φτάσει σε ύψος μέχρι 6.000 μ. Κεφαλή κόνδορα με το γαμψό ράμφος του.
* * *
ο
ζωολ. κοινή ονομασία μεγαλόσωμων ιερακόμορφων πτηνών τής οικογένειας cathartidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. condor < ισπ. condor < Κέτσουα kuntur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόνδωρ — Βλ. λ. κόνδορας. * * * ο βλ. κόνδορας …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • αρπακτικά — Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των …   Dictionary of Greek

  • γύπες — (gups).Κοινή ονομασία για διάφορα αρπακτικά ημερόβια πτηνά μεγάλων διαστάσεων. Οι γ. είναι αργοκίνητα και αδηφάγα πουλιά με μικρό κεφάλι, γυμνό γενικά λαιμό, ράμφος μακρύ και γυρισμένο στην άκρη σαν άγκιστρο και με λίγο κυρτά νύχια. Ο γ. ο τεφρός …   Dictionary of Greek

  • Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λίπσιτζ, Ζακ — (Jacques Lipchitz, Ντρουσκινενίκι 1891 – Καπρί 1973). Γάλλος γλύπτης, λιθουανικής καταγωγής. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού και στην Ακαδημία Ζιλιάν. Από το 1909 έγινε μέλος της ομάδας Esprit Nouveau (Νέο Πνεύμα) και συνδέθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Λιτίν, Μιγκέλ — (Miguel Littin, Παλμίγια 1942 –). Χιλιανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε ηθοποιία και σκηνογραφία στο πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο. Συνεργάστηκε με τον Oλλανδό ντοκιμαντερίστα Γιόρις Ίβενς στις ταινίες… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”